- μύσης
- μύσιςclosingfem nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυσῆς — μύω close fut ind act 2nd sg (doric) μύζω make the sound fut ind act 2nd sg (doric) μυσάζω fut ind act 2nd sg (doric) μυσή fem gen sg (attic epic ionic) μυσός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσῃς — μύω close aor subj act 2nd sg μύζω make the sound aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομυσής — θεομυσής, ές (Α) ο μιασμένος από αμάρτημα που έκανε προς τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μυσής (< μύσος «ακαθαρσία, βδέλυγμα»), πρβλ. πρωτο μυσής, χερο μυσής] … Dictionary of Greek
πρωτομυσής — ές, ΜΑ ο πρώτος που μιάνθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μύσης (< μύσος «μίασμα») πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek
χαιρομυσής — ές, ΜΑ αυτός που χαίρεται να κάνει κακουργήματα (α. «χαιρομυσῆ λήσταρχον κακεργάτην», Κ Μανασσ. β. «χαιρομυσῆ φόνον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + μυσής (< μύσος «μίασμα»), πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek
χειρομυσής — και χερομυσής και διορθ. τ. χαιρομυσής, ές, Α αυτός που μολύνει τα χέρια του με φονικό αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μυσής (< μύσος «μίασμα»), πρβλ. θεο μυσής] … Dictionary of Greek
Bacchvs — BACCHVS, i, Gr. Βάκχος, ου, (⇒ Tab. X. & ⇒ XVI.) 1 §. Namen. Diesen soll er, nach einigen, von βαχέω, ich heule, ich kreische, haben; Eustath. ap. Ludov Vivem ad Augustin. de C. D. lib. VI. c. 9. wogegen ihn andere von ἴακχος, und dieses wieder… … Gründliches mythologisches Lexikon